• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
calling card n (business card)επαγγελματική κάρτα επίθ + ουσ θηλ
 The banker handed me his calling card.
calling card n (phonecard)τηλεκάρτα ουσ θηλ
 I inserted the calling card and dialed the number.
[sb]'s/[sth]'s calling card,
the calling card of [sb/sth]
n
figurative (identifying mark, sign)σημάδι ουσ ουδ
  (μεταφορικά)υπογραφή ουσ θηλ
 Serena dresses flamboyantly; brightly-colored clothing is her calling card.
calling card,
also UK: visiting card
n
dated (personal card left after visit)κάρτα ουσ θηλ
  (παλαιό)καρτ βιζίτ ουσ ουδ άκλ
 Lady Sylvia was not at her house when Mary went to visit, so Mary left her calling card with the butler.
 Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της στον μπάτλερ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'calling card' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση calling card στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «calling card».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!