WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| bully n | (person: intimidates another) | νταής ουσ αρσ |
| | Harold's boss is a bully, always making his subordinates do things like get his coffee and lunch. |
| | Το αφεντικό του Χάρολντ είναι νταής και αναγκάζει πάντοτε τους υφιστάμενούς του να κάνουν πράγματα όπως να του φέρνουν τον καφέ και το φαγητό του. |
| bully [sb]⇒ vtr | (intimidate) | παρενοχλώ ρ μ |
| | | εκφοβίζω ρ μ |
| | (σε κπ) | κάνω νταηλίκια περίφρ |
| | I hate when big children bully the small ones by pushing them around and making fun of them. |
| | Μου τη δίνει όταν τα μεγάλα παιδιά παρενοχλούν τα μικρότερα σπρώχνοντάς τα και κοροϊδεύοντάς τα. |
| | Μου τη δίνει όταν τα μεγάλα παιδιά εκφοβίζουν τα μικρότερα σπρώχνοντάς τα και κοροϊδεύοντάς τα. |
| bully [sb] into [sth] vtr + prep | (force using threats) | σπρώχνω κπ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| | (κατά λέξη) | σπρώχνω κπ σε κτ μέσω εκφοβισμού περίφρ |
| | Greg didn't want to shoplift, but his classmates bullied him into it. |
| bully [sb] into doing [sth] v expr | (force using threats) | αναγκάζω κπ να κάνει κτ περίφρ |
| | (κατά λέξη) | αναγκάζω κπ να κάνει κτ μέσω εκφοβισμού περίφρ |
| | A group of older girls bullied Lea into handing over her lunch money. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| bully adj | dated, informal (jolly) | ευχάριστος επίθ |
| | | χαρούμενος επίθ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | We went for a picnic in the park and had a bully good time. |
| | Πήγαμε για πικνίκ στο πάρκο και περάσαμε μια πολύ ευχάριστη μέρα. |
| bully adj | mainly US, informal (very good) | τέλειος, άψογος, φανταστικός επίθ |
| bully n | NZ (fish) | περκόμορφο ψάρι της Νέας Ζηλανδίας |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| | The bully is a relatively small fish that's unique to New Zealand. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
| bully off vi phrasal | (hockey game: start) | ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: