broker

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbrəʊkər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbroʊkɚ/ ,USA pronunciation: respelling(brōkər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
broker n (stock salesperson)χρηματιστής, χρηματίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  χρηματομεσίτης, χρηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Brokers can give you advice on potentially lucrative investments.
 Οι χρηματιστές μπορούν να σου δώσουν συμβουλές για εν δυνάμει επικερδείς επενδύσεις.
broker [sth] vtr (deal)κανονίζω ρ μ
  (συμφωνία)κλείνω ρ μ
 The film studio managed to broker a deal with the agent for a major Hollywood star.
 Το κινηματογραφικό στούντιο κατάφερε να κλείσει μια συμφωνία με τον ατζέντη ενός μεγάλου σταρ του Χόλυγουντ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
broker n (agent) (ακίνητα)μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (ασφάλειες)ασφαλιστής, ασφαλίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Laura phoned the broker in charge of her auto insurance.
broker n (commerce: intermediary)έμπορος ουσ αρσ/θηλ
  (καθομιλουμένη)ντίλερ ουσ αρσ/θηλ άκλ
Σχόλιο: ξενικό, άκλιτο
 The broker found the perfect used car for Shaun at a nearby dealership.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
broker-dealer n UK (stockbroker)χρηµατιστής, χρηματίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
insurance broker n (sells insurance policies)ασφαλιστής ουσ αρσ
mortgage broker n (agent who matches house buyer with mortgage lender)κτηματομεσίτης ουσ αρσ
power broker,
also US: powerbroker
n
(powerful person who uses influence)αυτός που κινεί τα νήματα περίφρ
  αυτός που έχει την εξουσία περίφρ
real estate broker,
real-estate broker
n
(intermediary between buyer and seller)μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
stockbroker,
also UK: stock broker
n
(stock market agent)χρηματιστής, χρηματήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Most of these securities are only available through stockbrokers.
 Τα περισσότερα από αυτά τα χρεόγραφα είναι διαθέσιμα μόνο μέσω των χρηματιστών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'broker' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση broker στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «broker».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!