WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| broker n | (stock salesperson) | χρηματιστής, χρηματίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | | χρηματομεσίτης, χρηματομεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | Brokers can give you advice on potentially lucrative investments. |
| | Οι χρηματιστές μπορούν να σου δώσουν συμβουλές για εν δυνάμει επικερδείς επενδύσεις. |
| broker [sth]⇒ vtr | (deal) | κανονίζω ρ μ |
| | (συμφωνία) | κλείνω ρ μ |
| | The film studio managed to broker a deal with the agent for a major Hollywood star. |
| | Το κινηματογραφικό στούντιο κατάφερε να κλείσει μια συμφωνία με τον ατζέντη ενός μεγάλου σταρ του Χόλυγουντ. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| broker n | (agent) (ακίνητα) | μεσίτης, μεσίτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (ασφάλειες) | ασφαλιστής, ασφαλίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| | Laura phoned the broker in charge of her auto insurance. |
| broker n | (commerce: intermediary) | έμπορος ουσ αρσ/θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | ντίλερ ουσ αρσ/θηλ άκλ |
| Σχόλιο: ξενικό, άκλιτο |
| | The broker found the perfect used car for Shaun at a nearby dealership. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: