• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: boomer, baby boomer

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boomer n often capitalized, informal, abbreviation (baby boomer)μπούμερ, boomer ουσ ουδ ακλ
  παιδί της μεταπολεμικής γενιάς περίφρ
Σχόλιο: Now commonly used in a pejorative sense.
 Boomers tend to use a lot of ellipses in their text messages.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
baby boomer n often capitalized, often plural, informal (person born 1946-1964)μπέιμπι μπούμερ, baby boomer ουσ αρσ/θηλ άκλ
Σχόλιο: Αναφέρεται σε άτομο γεννημένο στην μεταπολεμική εποχή, μεταξύ 1946-1965.
 My parents are baby boomers, both born in 1950.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'boomer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση boomer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «boomer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!