boldness

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbəʊldnɪs/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
boldness n (daring, courage)τόλμη ουσ θηλ
  θάρρος ουσ ουδ
 The team's boldness led them to a last-minute victory.
 Η τόλμη της ομάδας την οδήγησε σε νίκη την τελευταία στιγμή.
 Το θάρρος της ομάδας την οδήγησε σε νίκη την τελευταία στιγμή.
boldness n dated (cheek, forwardness)αναίδεια, θρασύτητα ουσ θηλ
  θράσος ουσ ουδ
 Such boldness in young ladies was thought unbecoming.
 Τέτοια αναίδεια (or: θρασύτητα) από νεαρές κυρίες θεωρούνταν ανάρμοστη.
 Τέτοιο θράσος από νεαρές κυρίες θεωρούνταν ανάρμοστο.
boldness n (strength, distinctness)ένταση ουσ θηλ
 This beer has a boldness of flavor that pleases even the pickiest drinkers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'boldness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση boldness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «boldness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!