WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
blockbuster n | informal (popular movie or novel) | blockbuster ουσ ουδ άκλ |
| (ταινία, βιβλίο) | μεγάλη εισπρακτική επιτυχία φρ ως ουσ θηλ |
| (μεταφορικά: ταινία) | που σπάει τα ταμεία περίφρ |
| This summer's biggest blockbuster features a plot about aliens ruling the world. |
| Η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία αυτού του καλοκαιριού είναι ένα σενάριο για εξωγήινους που κυβερνούν τον κόσμο. |
blockbuster n as adj | informal (movie, novel: popular) | πολύ επιτυχημένος επίρ + επίθ |
| | που έκανε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία περίφρ |
| (ταινία) | που έσπασε τα ταμεία περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | που έκανε θραύση περίφρ |
| After his blockbuster first novel, the author was never again able to achieve that degree of success. |
| Αφότου το πρώτο του μυθιστόρημα έκανε θραύση, ο συγγραφέας δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να σημειώσει τόση επιτυχία. |
blockbuster n | ([sb/sth] very successful) | επιτυχία ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | τα σπάει έκφρ |
| (για ταινία) | blockbuster ουσ ουδ άκλ |
| This summer's Hockney exhibition was a blockbuster. |
blockbuster, blockbuster bomb n | historical (huge bomb) | πολύ ισχυρή βόμβα |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| This neighborhood was decimated by a blockbuster during the war. |
| Αυτή η γειτονιά αποδεκατίστηκε από μια πολύ ισχυρή βόμβα κατά τη διάρκεια του πολέμου. |