biyearly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/baɪˈjɪəlɪ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/baɪˈjɪrli/ ,USA pronunciation: respelling(bī yērlē)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
biyearly,
biannual
adj
(biennial: occurring every two years)που γίνεται κάθε δυο χρόνια, που γίνεται κάθε δύο χρόνια φρ ως επίρ
  που γίνεται ανά δυο έτη, που γίνεται κάθε δύο έτη φρ ως επίρ
  που γίνεται ανά διετία φρ ως επίρ
Σχόλιο: Το ρήμα «γίνεται» μπορεί να αντικατασταθεί με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο κατά περίπτωση.
biyearly,
biannual
adj
(occurring twice a year)που γίνεται δυο φορές το χρόνο, που γίνεται δύο φορές το χρόνο φρ ως επίρ
  (επίσημο)που γίνεται δυο φορές ανά έτος, που γίνεται δύο φορές ανά έτος φρ ως επίρ
biyearly,
biennially
adv
(every two years)κάθε δυο χρόνια, κάθε δύο χρόνια, ανά διετία φρ ως επίρ
  (επίσημο)ανά δυο έτη, ανά δύο έτη φρ ως επίρ
 The Olympic Games are held biyearly, alternating between winter and summer events.
biyearly,
biannually
adv
(twice a year)δυο φορές τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο φρ ως επίρ
  (επίσημο)δυο φορές ανά έτος, δύο φορές ανά έτος φρ ως επίρ
 I go to the dentist for a checkup biyearly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'biyearly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση biyearly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «biyearly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!