bigot

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɪgət/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbɪgət/ ,USA pronunciation: respelling(bigət)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bigot n (prejudiced person) (ακραίες απόψεις)φανατικός επίθ ως ουσ
  ζηλωτής, ζηλώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μη ανοχή στο διαφορετικό)μισαλλόδοξος επίθ ως ουσ
 Ellen is no bigot; she's very open-minded.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bigot' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is nothing but a (dirty) bigot, is a [small, narrow] -minded bigot, He is such a bigot!, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bigot στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bigot».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!