beneficiary

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌbɛnɪˈfɪʃəri/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌbɛnəˈfɪʃiˌɛri, -ˈfɪʃəri/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ben′ə fishē er′ē, -fishə rē)


Inflections of 'beneficiary' (n): npl: beneficiaries
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beneficiary n ([sb] who benefits) (δικαιούται να λάβει)δικαιούχος ουσ αρσ/θηλ
  (που δέχεται δωρεά)δωρεοδόχος ουσ αρσ/θηλ
 Who is the beneficiary of this insurance policy?
 Ποιος είναι ο δικαιούχος στο συγκεκριμένο ασφαλιστήριο;
beneficiary n (law: [sb] who inherits) (ο οποίος κληρονομεί)κληρονόμος ουσ αρσ/θηλ
  (μη φυσικός κληρονόμος)κληροδόχος ουσ αρσ/θηλ
 Some of the beneficiaries are contesting the will.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η διαθήκη ορίζει τρεις φυσικούς κληρονόμους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'beneficiary' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση beneficiary στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «beneficiary».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!