WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| backtrack⇒ vi | (retrace your steps) (κτ που έκανα) | επαναλαμβάνω, ξανακάνω περίφρ |
| | (νοητικά) | ανατρέχω ρ αμ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς απαιτείται περισσότερη λεπτομέρεια, πχ «επαναλαμβάνω τη διαδρομή» ή «ξανακάνω τις ίδιες κινήσεις». |
| | Let's backtrack and try to find where you left your keys. |
| backtrack vi | figurative (change your opinion) | αλλάζω γνώμη ρ μ + ουσ θηλ |
| | | υπαναχωρώ ρ μ |
| | (κάτι που είπα) | ανακαλώ ρ αμ |
| | | παίρνω πίσω έκφρ |
| | The politician backtracked, saying that his comments had not been meant literally. |
| backtrack on [sth] vi + prep | figurative (change your opinion about [sth]) (μτφ: σε/σχετικά με κτ) | οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ ρ αμ |
| | When the investigation began, the politician quickly began to backtrack on his previous remarks. |
| backtrack vi | figurative (return to earlier topic) (σε προηγούμενο θέμα) | ξαναγυρίζω ρ αμ |
| | | γυρνάω πίσω περίφρ |
| | (χωρίς αναφορά στο θέμα) | πάω πίσω περίφρ |
| | Can we backtrack for a moment? I'm intrigued by something you said earlier. |
| | Μπορούμε να πάμε λιγάκι πίσω; Με ενδιαφέρει κάτι που είπατε προηγουμένως. |