• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: backstreet, back street

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
backstreet,
back street
n
often plural (street off main road)στενό ουσ ουδ
  δρομάκι, στενάκι, σοκάκι ουσ ουδ
 Walking down one of Venice's back streets, the tourist realised she was lost.
backstreets npl (area away from main part of town)απομακρυσμένη συνοικία, απομακρυσμένη περιοχή μτχ πρκ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)μετόπισθεν ουσ ουδ πλ
 This thriller takes place in the seedy backstreets of Victorian London.
backstreet,
back-street
n as adj
(street: off main road)που βρίσκεται σε στενό περίφρ
  (δρόμος)στενός, μικρός επίθ
 This tiny backstreet restaurant serves surprisingly good food.
backstreet,
back-street
n as adj
disapproving, figurative (clandestine or illegal)παρασκηνιακός επίθ
  (μεταφορικά)αδιαφανής επίθ
  (μεταφορικά)υπόγειος επίθ
  (δεν επιτρέπεται)παράνομος επίθ
 Police are cracking down on backstreet drug deals.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
back street n (minor street)παράδρομος ουσ αρσ
  (επίσημο)πάροδος ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση backstreet στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «backstreet».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!