WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
amateur n | (person: not a professional) | ερασιτέχνης ουσ αρσ/θηλ |
| (λόγιος) | ερασιτέχνις, ερασιτέχνιδα ουσ θηλ |
| For an amateur, Karen takes beautiful wildlife photographs. |
| Για ερασιτέχνης η Κάρεν βγάζει όμορφες φωτογραφίες της άγριας φύσης. |
amateur n | pejorative (unskilled person) (μεταφορικά) | ερασιτέχνης ουσ αρσ/θηλ |
| (μειωτικό) | άχρηστος επίθ |
| Although Amber is very good at art, when it comes to music she's an amateur. |
| Αν και η Άμπερ είναι πολύ καλή στις τέχνες, στη μουσική είναι ερασιτέχνης. |
amateur n as adj | (person: not professional) | ερασιτέχνης ουσ ως επίθ |
| Greg doesn't get paid for his act; he's still an amateur comedian. |
| Ο Γκρεγκ δεν πληρώνεται για το ρόλο του. Είναι ακόμη ερασιτέχνης κωμικός. |
amateur n as adj | pejorative (person: lacking skill) (μεταφορικά) | ερασιτέχνης ουσ ως επίθ |
| (μειωτικό) | άχρηστος επίθ |
| Sadie is an amateur musician. |
| Η Σάντυ είναι ερασιτέχνης μουσικός. |
amateur n as adj | pejorative (lacking quality) | ερασιτεχνικός επίθ |
| | σε ερασιτεχνικό επίπεδο περίφρ |
| Caleb's songs show potential, but his technical skills are still amateur. |
| Τα τραγούδια του Χαλέμπ έχουν δυναμική, αλλά οι τεχνικές του δεξιότητες είναι ακόμη σε ερασιτεχνικό επίπεδο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
amateur n | (athlete: not professional) | ερασιτέχνης ουσ αρσ/θηλ |
| Before Mike became a professional ball player, he was an amateur for seven years. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: