adjudication

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˌdʒuːdɪˈkeɪʃən/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ə jo̅o̅′di kāshən)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adjudication n (court's decision, legal judgment)δικαστική απόφαση φρ ως ουσ θηλ
  απόφαση δικαστηρίου φρ ως ουσ θηλ
  (αν εννοείται)απόφαση ουσ θηλ
 The court's adjudication was met with controversy.
adjudication n (act, process of adjudicating)εκδίκαση ουσ θηλ
  εξέταση ουσ θηλ
 Adjudication may only be carried out by a qualified party.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adjudication στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adjudication».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!