addicted

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈdɪktɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ə diktid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
addicted adj (dependent) (εξαρτημένος)εθισμένος μτχ πρκ
 William's addicted to tobacco, alcohol, and cocaine.
 Ο Ουίλλιαμ είναι εθισμένος στο τσιγάρο, το αλκοόλ και την κοκαΐνη.
addicted adj (compulsively interested) (με εμμονή σε κάτι)εθισμένος, εξαρτημένος μτχ πρκ
  μανιώδης, μανιακός επίθ
  (αργκό: μεταφορικά)κολλημένος, βαρεμένος, τρελαμένος μτχ πρκ
 She's addicted to a new TV series about crime investigation.
 Είναι κολλημένη με μια νέα σειρά στην τηλεόραση για την εξιχνίαση εγκλημάτων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
drug-addicted adj (dependent on drugs)ναρκομανής επίθ
  εθισμένος στα ναρκωτικά περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'addicted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: drug-addicted [teens, mothers, high-schoolers], am addicted to [drugs, heroin, cocaine], become addicted to [drugs], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση addicted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «addicted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!