activist

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈæktɪvɪst/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(aktə vist)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
activist n (politics: militant)ακτιβιστής, ακτιβίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Activists are calling for the Minister to resign.
activist adj (politics: militant)του ακτιβιστή περίφρ
 Police questioned three of the activist leaders about the incident.
 Η αστυνομία ανέκρινε τρεις από τους ηγέτες των ακτιβιστών σχετικά με το περιστατικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
animal activist n (supports animal rights)ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων περίφρ
political activist n ([sb] working to influence politics)πολιτικός ακτιβιστής ουσ αρσ
 The anti-war protest was led by a political activist by the name of Locke.
social activist n (campaigner for justice or welfare)κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'activist' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση activist στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «activist».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!