• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
abundantly adv (vegetation: lushly)πολύ επίρ
  και γίνομαι πολύ πυκνός περίφρ
 The climbing plants grew abundantly, soon obscuring the abandoned house's facade.
 Τα αναρριχητικά φυτά μεγάλωσαν πολύ και σύντομα έκρυψαν την πρόσοψη του εγκαταλελειμμένου σπιτιού.
abundantly adv (plentifully)σε αφθονία περίφρ
  σε μεγάλες ποσότητες περίφρ
  επαρκώς επίρ
 The apartment was abundantly furnished.
abundantly adv (fully, completely)απόλυτα, απολύτως επίρ
  τελείως επίρ
  εντελώς επίρ
 The mayor made his opposition to the proposed bypass abundantly clear at yesterday's meeting.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'abundantly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση abundantly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «abundantly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!