• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
absurdly adv (humorously, comically)με αστείο τρόπο περίφρ
  (αρνητική έννοια)με γελοίο τρόπο περίφρ
  (λόγιο: αρνητική έννοια)γελοιωδώς επίρ
  (με την έννοια του γελοίου)με τραγελαφικό τρόπο περίφρ
 The young man wore his jeans absurdly low.
absurdly adv (extremely, unexpectedly)υπερβολικά, υπέρμετρα επίρ
  αναπάντεχα επίρ
absurdly adv (illogically)παράλογα επίρ
  κατά έναν παράλογο τρόπο, κατά έναν παράδοξο τρόπο περίφρ
  όλως παραδόξως φρ ως επίρ
  (λόγιο)παραλόγως, παραδόξως επίρ
 Although he had next to no money, Ben thought that buying himself a new hat would make him feel better and, absurdly, it did.
absurdly adv (unreasonably, extremely)αδικαιολόγητα επίρ
  παράλογα επίρ
  χωρίς λόγο φρ ως επίρ
  άνευ λόγου, άνευ λόγου και αιτίας φρ ως επίρ
 Elsa is absurdly jealous of her sister's intelligence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'absurdly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση absurdly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «absurdly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!