WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
abound⇒ vi | (be abundant) | αφθονώ ρ αμ |
| | είμαι άφθονος, είμαι σε αφθονία, υπάρχω σε αφθονία ρ έκφρ |
| Shangri-La is a mythical place where happiness and peace abound. |
abound vi | (be numerous) | αφθονώ ρ αμ |
| | είμαι άφθονος, είμαι σε αφθονία, υπάρχω σε αφθονία ρ έκφρ |
| Wineries abound in the river valley. |
abound with [sth] vi + prep | (be filled with [sth]) | είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ ρ έκφρ |
| (λόγιος) | βρίθω από κτ ρ αμ + πρόθ |
| The hotel cellars were abounding with vermin. |
abound in [sth] vi + prep | (have a plentiful amount of [sth]) | είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ ρ έκφρ |
| (μεταφορικά) | είμαι πλούσιος σε κτ ρ έκφρ |
| (λόγιος) | βρίθω από κτ ρ αμ + πρόθ |
| The fields in this area abound in wildflowers. |