Worms

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciationsEnglish: /wɜːmz/, German: /vɔrms/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(wûrmz; Ger.rms)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
worm n (animal: invertebrate)σκουλήκι ουσ ουδ
 The worm wiggled through the soil.
 Το σκουλήκι έρπονταν στο χώμα.
worms npl (intestinal parasites)σκουλήκια ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)οξύουροι ουσ αρσ πλ
 Gareth took his dog to the vet, as it had worms.
 Ο Γκάρεθ πήγε τον σκύλο του στον κτηνίατρο γιατί είχε σκουλήκια.
worm n (computer virus) (μεταφορικά: Η/Υ)σκουλήκι ουσ ουδ
  worm ουσ ουδ άκλ
 Make sure your anti-virus software is up-to-date to guard against viruses and worms.
 Βεβαιώσου ότι το αντιϊκό σου είναι ενημερωμένο για να προφυλάσσει τον υπολογιστή σου από ιούς και σκουλήκια.
worm n figurative, pejorative (sneaky person)σπιούνος ουσ αρσ
  (μεταφορικά)αλεπού ουσ θηλ
  (μεταφορικά, προσβλητικό)σκουλήκι ουσ ουδ
 Beware of Nigel; he's a worm!
 Πρόσεχε τον Νάιτζελ. Είναι σπιούνος!
worm [sth] vtr (animal: treat for parasites)εφαρμόζω θεραπεία για σκουλήκια περίφρ
 Elizabeth wormed her cat.
 Η Ελίζαμπεθ εφάρμοσε στη γάτα της θεραπεία για τα σκουλήκια.
worm [sth] out of [sb] v expr figurative (obtain sneakily)αποσπώ ρ μ
 Peter was determined not to reveal his secret, but Emily eventually wormed it out of him.
 Ο Πίτερ ήταν αποφασισμένος να μην αποκαλύψει το μυστικό του, όμως τελικά η Έμιλι του το απέσπασε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
worm out of [sth] vi phrasal + prep informal, figurative (avoid a task, duty) (μτφ: αποφεύγω)ξεγλιστρώ από κτ ρ αμ + πρόθ
  γλιτώνω κτ ρ μ
 As usual, Simon managed to worm out of the morning meeting.
 Ως συνήθως, ο Σάιμον κατάφερε να ξεγλιστρήσει από την πρωινή σύσκεψη.
 Ως συνήθως, ο Σάιμον κατάφερε να γλιτώσει την πρωινή σύσκεψη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
anti-worm treatment n (remedy for parasites) (ιατρική)σκωληκοκτόνος θεραπεία επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)θεραπεία για τα σκουλήκια περίφρ
 My dog ate some garbage, so I had to take him to the vet and get him an anti-worm treatment.
de-worm [sth] vtr (animal: treat for parasites) (ζώα: σκουλήκια εντέρου)αποπαρασιτώνω ρ μ
  κάνω αποπαρασίτωση ρ έκφρ
 All the puppies have been de-wormed.
glowworm,
glow-worm
n
(insect larva that gives off light) (έντομο)πυγολαμπίδα ουσ θηλ
  (καθομ)κωλοφωτιά ουσ θηλ
gummy worm n (chewy sugary confection)ζελεδάκι σκουλήκι, σκουλήκι-ζελεδάκι φρ ως ουσ ουδ
intestinal worm n (bowel parasite)εντερικό παράσιτο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σκουλήκι στο έντερο περίφρ
 Fred contracted an intestinal worm after drinking some contaminated water.
The early bird catches the worm. expr figurative (start work early to be successful) (αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός)το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι έκφρ
worm casting,
worm cast
n
(pile of earth excreted by a worm) (χώμα από περιττώματα γαιοσκώληκα)χούμος από γαιοσκώληκες περίφρ
worm farm n (facility where worms are bred)φάρμα σκουληκιών, φάρμα γαιοσκώληκων φρ ως ουσ θηλ
  εκτροφείο σκουληκιών, εκτροφείο γαιοσκώληκων φρ ως ουσ ουδ
worm gear n (engineering mechanism)ατέρμονας κοχλίας επίθ + ουσ αρσ
worm gear,
worm wheel
n
(gear driven by worm)ατέρμονας κοχλίας επίθ + ουσ αρσ
worm out of doing [sth] v expr informal, figurative (escape, avoid doing) (μτφ: αποφεύγω)ξεγλιστρώ από κτ ρ αμ + πρόθ
  γλιτώνω κτ ρ μ
 I see Karen's wormed out of doing the dishes again.
 Βλέπω ότι η Κάρεν πάλι ξεγλίστρησε από το πλύσιμο των πιάτων.
 Βλέπω ότι η Κάρεν πάλι γλίτωσε το πλύσιμο των πιάτων.
worm your way v expr (move like a worm)σέρνομαι ρ αμ
 On her stomach, Polly wormed her way under the barbed wire.
worm your way into [sth] v expr informal (get access sneakily)προσπαθώ, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσω κτ περίφρ
 Jeremy wormed his way into the widow's confidence.
 Ο Τζέρεμι προσπάθησε, με ύπουλο τρόπο, να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της χήρας.
worm-eaten adj (eaten into by worms)σκουλικιασμένος μτχ πρκ
worm-eaten adj figurative (decayed over time) (μεταφορικά)σκοροφαγωμένος μτχ πρκ
 What do you want with that worm-eaten piece of old junk?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Worms' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Worms στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Worms».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!