• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: PTSD, Post-Traumatic Stress Disorder
Ο όρος 'PTSD' παραπέμπει στον όρο 'Post-Traumatic Stress Disorder'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'PTSD' is cross-referenced with 'Post-Traumatic Stress Disorder'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
PTSD n initialism (Post-Traumatic Stress Disorder)μετατραυματική αγχώδης διαταραχή φρ ως ουσ θηλ
  διαταραχή μετατραυματικού στρες φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Post-Traumatic Stress Disorder n (psychological effects of a trauma)διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρες φρ ως ουσ θηλ
  μετατραυματική αγχώδης διαταραχή φρ ως ουσ θηλ
 Many veterans of the Vietnam War still suffer from post-traumatic stress disorder, PTSD.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση PTSD στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «PTSD».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!