Brazil

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/brəˈzɪl/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(brə zil)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Brazil n (South American country)Βραζιλία ουσ θηλ
 Brazil is one of the world's fastest growing economies.
 Η Βραζιλία αποτελεί μια από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Brazil n abbreviation (edible nut)βραζιλιάνικο φιστίκι επίθ + ουσ ουδ
 Margret cracked open a Brazil and ate it.
Brazil n abbreviation (Brazil wood)ξύλο από δέντρο του είδους P. echinata
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The table was made out of Brazil.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
brazil nut,
Brazil nut
n
(edible nut)φιστίκι Βραζιλίας φρ ως ουσ ουδ
  βραζιλιάνικο φιστίκι επίθ + ουσ ουδ
  μπραζίλ νατ ουσ ουδ ακλ
 In a bowl of mixed nuts the Brazil nuts are the largest ones.
brazil nut,
Brazil nut
n
(nut tree) (ανεπίσημο)βραζιλιάνικη φιστικιά επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)Bertholletia excelsa φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Brazil' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Brazil στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Brazil».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!