Beetle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'beetle', 'Beetle': /ˈbiːtəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbitəl/ ,USA pronunciation: respelling(bētl)

Inflections of 'beetle' (v): (⇒ conjugate)
beetles
v 3rd person singular
beetling
v pres p
beetled
v past
beetled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: Beetle, beetle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Beetle n brand name (Volkswagen car)Σκαθάρι ουσ ουδ κύρ
 Zoe drives a cherry-red Beetle.
 Η Ζόι οδηγεί ένα κατακόκκινο Σκαθάρι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beetle n (winged insect)σκαθάρι ουσ ουδ
  σκαραβαίος ουσ αρσ
 Beetles are drawn to the light on summer evenings.
 Τα σκαθάρια ελκύονται από το φως τα βράδια του καλοκαιριού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beetle n (hand tool: large hammer)ξύλινο σφυρί επίθ + ουσ ουδ
  ξυλόσφυρο ουσ ουδ
 The carpenter swung his heavy beetle.
beetle n (cloth finishing machine)μηχάνημα λουστραρίσματος υφάσματος περίφρ
beetle vi (protrude, jut)προεξέχω ρ αμ
  εξέχω, προβάλλω ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μτφ)πετάω, πετάγομαι ρ αμ
 Steep cliffs beetled over the blue-grey sea.
beetle along,
beetle off
vi + adv
(hurry) (μεταφορικά, καθομ)τρέχω ρ αμ
  (επίσημο)σπεύδω ρ αμ
  (να πάω κάπου)βιάζομαι ρ αμ
  (αποχωρώ)φεύγω γρήγορα, φεύγω βιαστικά ρ αμ + επίρ
 The little old lady beetled off to her card game.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
beetle | Beetle
ΑγγλικάΕλληνικά
bark beetle (insect)σκολύτης ουσ αρσ
click beetle n (winged insect) (είδος σκαραβαίου)σιδηροσκούληκο ουσ ουδ
 The click of the click beetle is so strong that it will bounce the beetle into the air.
dung beetle n (insect: eats dung) (ζωολογία: Κολεόπτερα)σκαραβαίος ουσ ουδ
  (λόγιο)κάνθαρος ουσ αρσ
  (λαϊκή ονομασία)μπούρμπουλας ουσ αρσ
 Dung beetles seem oblivious to everything that's going on around them.
 Οι σκαραβαίοι αδιαφορούν, όπως φαίνεται, για ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη φοβάσαι! Δεν είναι κατσαρίδες. Μπούρμπουλες είναι, δηλαδή σκαθάρια που ζουν στην κοπριά!
Japanese beetle n (insect: pest)σκαθάρι ουσ ουδ
longhorn,
longhorn beetle,
long-horned beetle
n
(beetle)μακρόκερος ουσ αρσ
pine beetle n (American insect) (έντομο)βλαστοφάγος της πεύκης φρ ως ουσ αρσ
scarab n (dung beetle) (έντομο)σκαραβαίος ουσ αρσ
 Scarabs can be found all around the world.
stag beetle n (insect)σκαθάρι της οικογένειας Lucanidae
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
water beetle n (aquatic insect)υδρόβιο σκαθάρι επίθ + ουσ ουδ
weevil,
snout beetle
n
(insect) (επίσημο)ρυγχοκάνθαρος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη: πιο γενικό)σκαθάρι ουσ ουδ
 Some weevils can cause a lot of damage to crops.
whirligig,
whirligig beetle
n
(winged insect)έντομο της οικογένειας Gyrinidae
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Beetle' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Beetle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Beetle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!