• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Anglicism n (English-language term)αγγλικός ιδιωματισμός επίθ + ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)αγγλισμός ουσ αρσ
 The word "marketing" is a commonly used anglicism in French.
Anglicism n (British English term)αγγλικός ιδιωματισμός, βρετανικός ιδιωματισμός επίθ + ουσ αρσ
 The word "wonky" is an Anglicism when used to mean that something isn't straight; in American English, it has a different meaning.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Anglicism στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Anglicism».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!