• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: wrenching, wrench

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wrenching adj figurative (emotionally distressing)βασανιστικός επίθ
  οδυνηρός επίθ
 Tom felt a wrenching pang as he walked away from the only home he had ever known.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wrench n (tool) (εργαλείο: π.χ. γαλλικό)κλειδί ουσ ουδ
 The mechanic used a wrench to loosen the nut.
 Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κλειδί για να χαλαρώσει το παξιμάδι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wrench n (emotional pang) (μεταφορικά, ανεπίσημο)παλούκι, πακέτο ουσ ουδ
  δύσκολος επίθ
 Leaving her children to go on a business trip was a wrench, but Sarah knew she couldn't refuse.
wrench n (violent pull)απότομο τράβηγμα, δυνατό τράβηγμα επίθ + ουσ ουδ
 The window was stuck, but Josh's wrench got it open.
wrench [sth] vtr (twist)στραμπουλάω, στραμπουλώ ρ μ
  (μεταφορικά)γυρίζω ρ μ
 Frank wrenched his ankle playing football.
wrench [sth] vtr (pull violently)τραβάω απότομα ρ μ + επίρ
  τραβάω με δύναμη περίφρ
 The knight wrenched his sword from its sheath.
 Rachel wrenched the door, but it wouldn't budge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
wrenching | wrench
ΑγγλικάΕλληνικά
gut-wrenching adj figurative (causing emotional distress)σπαραχτικός, σπαρακτικός επίθ
heart-wrenching adj figurative (desperately sad)σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wrenching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wrenching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!