workmanship

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɜːrkmənʃɪp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwɝkmənˌʃɪp/ ,USA pronunciation: respelling(wûrkmən ship′)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
workmanship n (quality of work) (που έχει γίνει για κτ)δουλειά ουσ θηλ
  (καλή ποιότητα)τέχνη, μαστοριά ουσ θηλ
 The workmanship of this piece of furniture is particularly fine.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
workmanship n (product of labor)δουλειά, εργασία ουσ θηλ
  ενασχόληση ουσ θηλ
 The wardrobe was a piece of the carpenter's workmanship.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'workmanship' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: workmanship [errors, mistakes, faults], maintain workmanship [standards, quality], [good, shoddy, excellent, beautiful, quality, awful, faulty] workmanship, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση workmanship στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «workmanship».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!