• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vacate [sth] vtr (leave: a hotel room, etc.)αφήνω ρ μ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)αδειάζω ρ μ
  (επίσημο)αποχωρώ από κτ ρ αμ + πρόθ
  (συνήθως βεβιασμένα)εκκενώνω, εγκαταλείπω ρ μ
 Guests must vacate their rooms before 11am.
vacate [sth] vtr (leave: a position)αφήνω ρ μ
  παραιτούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 Watson vacated his position as mayor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vacate [sth] vtr formal (law: cancel, annul)ακυρώνω ρ μ
 The supreme court vacated the law.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'vacated' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση vacated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «vacated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!