usufructuary

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌjuːzjʊˈfrʌktərɪ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(yo̅o̅′zŏŏ frukcho̅o̅ er′ē, -sŏŏ-, yo̅o̅z′yŏŏ-, yo̅o̅s′-)


  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
usufructuary n (law: [sb] who has a usufruct property)επικαρπωτής, επικαρπώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση usufructuary στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «usufructuary».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!