WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| uphold [sth]⇒ vtr | figurative (maintain through effort) | διατηρώ ρ μ |
| | The right-wing government was determined to uphold the established order, despite calls for change. |
| | Η δεξιά κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη παρά τις εκκλήσεις για αλλαγή. |
| uphold [sth] vtr | (law verdict, courts) | επικυρώνω ρ μ |
| | The judge upheld the decision of the lower court. |
| | Ο δικαστής επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| uphold [sth/sb]⇒ vtr | (physically hold up) | στηρίζω, υποστηρίζω ρ μ |
| | | συγκρατώ ρ μ |
| | (επίσημο: με γενική) | φέρω το βάρος, αναλαμβάνω το φορτίο περίφρ |
| | Oak beams uphold the ceiling and floor above. |