unyielding

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ʌnˈjiːldɪŋ/

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unyielding adj (firm, not giving way) (αντικείμενα)σκληρός, στερεός επίθ
  άκαμπτος, αλύγιστος, ανελαστικός επίθ
  (άνθρωπος)ανυποχώρητος επίθ
  (καθομιλουμένη, μτφ)δεν κάνει πίσω έκφρ
 The boat smashed against the unyielding rocks in the storm.
unyielding adj figurative (determined, obstinate)ακλόνητος επίθ
 Lucy's faith was unyielding throughout her entire battle with cancer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'unyielding' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unyielding στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unyielding».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!