unqualified

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌʌnˈkwɒlɪfaɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ʌnˈkwɑləˌfaɪd/ ,USA pronunciation: respelling(un kwolə fīd′)

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unqualified adj (person: lacking qualifications)χωρίς τα απαραίτητα προσόντα έκφρ
  που δεν έχει προσόντα έκφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, επιθετικός προσδιορισμός
 Unqualified people find it difficult to get jobs.
unqualified adj (praise, etc.: unreserved)ανεπιφύλακτος επίθ
 The teacher was full of unqualified praise for Samantha's essay.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'unqualified' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unqualified στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unqualified».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!