WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unlicensed (US),
unlicenced (UK)
adj
(person: not legally qualified)που δεν διαθέτει νόμιμη άδεια περίφρ
  παράνομος επίθ
 The police have warned tourists not to use the unlicensed taxi drivers who operate on the island.
unlicensed (US),
unlicenced (UK)
adj
(restaurant, etc.: no alcohol)που δεν διαθέτει άδεια πώλησης οινοπνευματωδών περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία.
 The restaurant is unlicensed so you have to bring your own alcoholic drinks.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'unlicensed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unlicensed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unlicensed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!