• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: undertaken, undertake

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
undertaken adj (task, work: begun)που έχει αναληφθεί περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
undertake [sth] vtr (project: commit to)αναλαμβάνω ρ μ
 The builder agreed to undertake the renovation.
 Ο οικοδόμος συμφώνησε να αναλάβει την ανακαίνιση.
undertake to do [sth] v expr (promise to do [sth])δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτ περίφρ
 I undertake to provide for you and make you as happy as I can, for as long as I live.
 Υπόσχομαι να σε φροντίζω και να σε κάνω όσο πιο ευτυχισμένη μπορώ για όσο θα ζω.
undertake to do [sth] v expr (commit to do [sth])αναλαμβάνω να κάνω κτ περίφρ
 The proofreader has undertaken to make the corrections.
 Ο διορθωτής ανέλαβε να κάνει τις διορθώσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση undertaken στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «undertaken».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!