Ο όρος 'under oath' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
deposition
- perjure yourself
- perjury
- suborn
- swear
- sworn statement
- sworn testimony
- unsworn
under oath
ορισμός |
στα ισπανικά |
στα γαλλικά |
συνώνυμα στα αγγλικά |
αγγλικές συμφράσεις |
Conjugator [EN] |
σε χρήση |
εικόνες
|
|