WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| unconsummated adj | (unfulfilled, incomplete) (δεν τελείωσε) | ανολοκλήρωτος επίθ |
| | (δεν πραγματοποιήθηκε) | ανεκπλήρωτος επίθ |
| unconsummated adj | (marriage: sexless) (γάμος: χωρίς σεξ) | ανολοκλήρωτος επίθ |
| | (μεταφορικά) | λευκός επίθ |