twig

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtwɪg/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/twɪg/ ,USA pronunciation: respelling(twig)

Inflections of 'twig' (v): (⇒ conjugate)
twigs
v 3rd person singular
twigging
v pres p
twigged
v past
twigged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
twig n (small branch)κλαδάκι, κλαράκι ουσ ουδ
 The bird perched on a twig at the end of the branch.
 Το πουλί κούρνιασε σε ένα κλαράκι στο τέλος του κλαδιού.
twig vi slang (realise, understand) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)το πιάνω έκφρ
  παίρνω χαμπάρι έκφρ
  (αργκό, μεταφορικά)ξυπνάω ρ αμ
 Carol didn't understand for ages, then, all of a sudden, she twigged.
 Η Κάρολ δεν καταλάβαινε για πολύ καιρό και μετά, εντελώς ξαφνικά, το έπιασε.
twig that vtr slang (realise, understand) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πιάνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)παίρνω χαμπάρι έκφρ
 I suddenly twigged that it was his twin brother I was talking to.
 Ξαφνικά πήρα χαμπάρι ότι αυτός που μίλαγα ήταν ο δίδυμος αδερφός του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'twig' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: UK: do you twig?, UK: she didn't twig (that, what), UK: he hasn't twigged yet, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση twig στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «twig».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!