• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tumidity n (swollen state, swelling)πρήξιμο ουσ ουδ
  διόγκωση, διαστολή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φούσκωμα ουσ ουδ
  (επίσημο: λόγω υγρών)οίδημα ουσ ουδ
tumidity n figurative (language: pomposity) (μτφ: λόγος)στόμφος ουσ αρσ
  μεγαλοστομία ουσ θηλ
  (καθομ; λόγος)παχιά λόγια επίθ + ουσ ουδ πλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tumidity στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tumidity».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!