• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Ο όρος 'troops' παραπέμπει στον όρο 'troop'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'troops' is cross-referenced with 'troop'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
troop n (group of soldiers)στράτευμα ουσ ουδ
  στρατεύματα ουσ ουδ πλ
 Troops liberated the town from the occupying forces.
 This troop has been marching all day.
 Τα στρατεύματα απελευθέρωσαν την πόλη από τις δυνάμεις κατοχής.
troops npl (soldiers)στρατιώτες ουσ αρσ πλ
Σχόλιο: In this sense, used commonly in the media, the number of troops is the number of soldiers.
 The government is sending 2,000 additional troops to the area.
troop n (Scout group)ομάδα ουσ θηλ
  (σπάνιο)ενωμοτία ουσ θηλ
 Our troop has a camping trip next weekend.
troop vi (walk, march)προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη περίφρ
  ακολουθώ κπ συντεταγμένα περίφρ
 The four boys trooped around the supermarket after their mother.
 Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ.
troop vi (walk in group)κινούμαι σαν τσούρμο περίφρ
  κινούμαι ως ομάδα περίφρ
 The children trooped in and sat down to begin their lesson.
troop vi (walk alone slowly)περπατάω αργά, περπατώ αργά ρ αμ + επίρ
  σιγοπερπατώ ρ αμ
 Susan trooped home late after a long night of studying at the library.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
army troops npl (soldiers)στρατιωτικές δυνάμεις ουσ θηλ πλ
 The army troops marched into battle.
troop transport n (vehicle: carries soldiers)στρατιωτικό όχημα ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'troops' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση troops στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «troops».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!