WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| transient adj | (temporary, passing) | εφήμερος επίθ |
| | | προσωρινός, παροδικός επίθ |
| | | μεταβατικός επίθ |
| | Life is short, so it's best to seize whatever transient pleasures you can. |
| | Η ζωή είναι μικρή, για αυτό είναι καλύτερο να αποδέχεσαι όποια εφήμερη απόλαυση μπορείς. |
| transient adj | (passing through) | προσωρινός, παροδικός επίθ |
| | | μεταβατικός επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | περαστικός επίθ |
| | The house had had a number of transient occupants, but no one ever stayed for long. |
| | Το σπίτι είχε αρκετούς προσωρινούς ένοικους, αλλά κανείς δεν έμεινε για πολύ. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| transient n | (person) | που έχει βραχύβια παρουσία περίφρ |
| | | περαστικός ουσ αρσ |
| | The workers were all transients; at the end of the season, they would move on. |
| | Όλοι οι εργαζόμενοι ήταν περαστικοί από την εταιρεία. Στο τέλος της σεζόν, έφευγαν. |
| transient n | (acoustics: high-amplitude sound) | μεταβατικό επίθ ως ουσ ουδ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: