Ο όρος 'traffic jam' παραπέμπει στον όρο 'jam'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'traffic jam' is cross-referenced with 'jam'. It is in one or more of the lines below.
Κύριες μεταφράσεις |
jam n | mainly UK (food: fruit conserve) | μαρμελάδα ουσ θηλ |
| Sheila used the leftover plums to make jam. |
| Η Σέιλα χρησιμοποίησε τα περισσευούμενα δαμάσκηνα για να φτιάξει μαρμελάδα. |
jam n | (vehicle congestion) | μποτιλιάρισμα ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | κίνηση ουσ θηλ |
| Jeff was late to work after being stuck in a jam for three hours. |
| Ο Τζεφ άργησε να πάει στη δουλειά επειδή είχε κολλήσει στην κίνηση για τρεις ώρες. |
jam n | informal (improvised music session) (ανεπίσημο) | τζαμάρισμα ουσ ουδ |
| The band got together for a jam on Saturday. |
| Το συγκρότημα συναντήθηκε για ένα τζαμάρισμα το Σάββατο. |
jam⇒ vi | (door: become stuck) (μεταφορικά) | κολλάω, φρακάρω, σφηνώνω ρ αμ |
| The door jammed, and Ben couldn't get out. |
| Η πόρτα φράκαρε και ο Μπεν δεν μπορούσε να βγει έξω. |
jam vi | (machine: become stuck) (καθομιλουμένη) | κολλάω, μπλοκάρω ρ αμ |
| The printer jammed again, so no one could print anything for over an hour. |
| Ο εκτυπωτής μπλόκαρε ξανά και έτσι δεν μπόρεσε κανείς να εκτυπώσει τίποτα για πάνω από μια ώρα. |
jam [sth] in [sth], jam [sth] into [sth]⇒ vtr | (push hard, wedge) | χώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| (για να μην μετακινηθεί) | σφηνώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| Paul tried to jam a dollar into the vending machine, but it didn't work. |
| Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε. |
jam [sth] full of [sth] v expr | informal (overfill) | παραγεμίζω κτ με κτ, παραφουσκώνω κτ με κτ ρ μ + πρόθ |
| (αργκό) | φισκάρω κτ με κτ, τιγκάρω κτ με κτ ρ μ + πρόθ |
| Tom jammed his backpack full of useless things. |
| Ο Τομ τίγκαρε το σακίδιό του με άχρηστα αντικείμενα. |
jam [sth]⇒ vtr | informal (phone line, etc.) | μπλοκάρω ρ μ |
| (μεταφορικά: τα τηλέφωνα) | σπάω ρ αμ |
| The news caused panic and jammed the phone lines. |
| Οι ειδήσεις προκάλεσαν πανικό και μπλόκαραν τις τηλεφωνικές γραμμές. |
jam [sth] vtr | (broadcast: block) | μπλοκάρω ρ μ |
| | εμποδίζω, διακόπτω ρ μ |
| The military tried to jam the protesters' communications. |
| Ο στρατός προσπάθησε να μπλοκάρει την επικοινωνία των διαδηλωτών. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
jam n | (crowd of people) (μεταφορικά) | λαοθάλασσα ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο) | μπουλούκι ουσ ουδ |
| (ανεπίσημο: από κόσμο) | πανικός, χαμός ουσ αρσ |
| (συνήθως πληθ: κόσμου) | ορδή ουσ θηλ |
| Ben didn't like going out into the jam of holiday shoppers. |
jam n | informal (difficult situation) | δύσκολη κατάσταση επίθ + ουσ θηλ |
| | μπελάς ουσ αρσ |
| Bobby had gotten himself into quite a jam. |
jam, paper jam n | (paper stuck in machine) | κολλάει το χαρτί περίφρ |
| The printer was out of commission all day because of a major paper jam. |
| Ο εκτυπωτής ήταν εκτός λειτουργίας όλη μέρα επειδή κόλλησε άσχημα το χαρτί. |
jam⇒ vi | informal (play improvised music) (ανεπίσημο) | τζαμάρω ρ αμ |
| The band jammed at the local bar all night. |
jam on [sth] vtr phrasal sep | (slam on) | κοπανάω, χτυπάω, βαράω ρ μ |
| Nancy jammed on the buttons, trying to get something to work. |
Phrasal verbs jam | traffic jam |
jam [sth] in, jam in [sth] vtr phrasal sep | (cram [sth] into [sth]) | χώνω, στριμώχνω ρ μ |
jam [sth] up vtr phrasal sep | informal (block, overload) | μπλοκάρω, φρακάρω ρ μ |
| | κάνω κτ να φρακάρει, κάνω κτ να μπλοκάρει περίφρ |
| For some reason, this type of paper always jams the photocopier up. |
jam up vi phrasal | informal (become stuck or blocked) | φρακάρω, μπλοκάρω ρ αμ |
| | κολλάω ρ αμ |
| The printer has jammed up again. |