tonic

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtɒnɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtɑnɪk/ ,USA pronunciation: respelling(tonik)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tonic n (clear carbonated beverage)τόνικ ουσ ουδ άκλ
 Gemma likes to drink vodka with tonic and lemon juice.
tonic n figurative ([sth] that refreshes)τονωτικό επίθ ως ουσ ουδ
 Peppermint tea is a great tonic for making one more alert.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tonic adj (pronunciation, stress: primary) (φωνητική: κύριος τόνος)τονικός, πυρηνικός επίθ
  τονιζόμενος μτχ ενεστ
  τονισμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: Ο όρος «τονικός» χρησιμοποιείται από τους αναλυτές του επιτονισμού που ακολουθούν τη βρετανική παράδοση. Σχετίζεται με τη συλλαβή μιας μονάδας μουσικού τόνου, η οποία προεξέχει στο περιβάλλον της. Η τονική συλλαβή αναφέρεται και ως «πυρηνική συλλαβή».
 The tonic stress in a sentence shifts according to what the speaker wants to emphasize.
 Ο πυρηνικός δυναμικός τόνος, σε μία πρόταση, αλλάζει ανάλογα με το στοιχείο στο οποίο ο ομιλητής επιθυμεί να δώσει έμφαση.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στις τονικές γλώσσες, η αλλαγή στο ύψος της φωνής καθορίζει τη σημασία των λέξεων.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ομοιοκαταληξία σχετίζεται με την επανάληψη της ίδιας κατάληξης στις τονιζόμενες συλλαβές.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην ποίηση, το μέτρο του κάθε στίχου καθορίζεται με βάση την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών.
tonic adj figurative (invigorating)τονωτικός, αναζωογονητικός, ανανεωτικός επίθ
 The recent elections had the tonic effect of stripping the cloak of invincibility from established politicians.
 Το ανανεωτικό στοιχείο των πρόσφατων εκλογών έγκειτο στο γεγονός ότι καταξιωμένοι πολιτικοί έχασαν το πλεονέκτημα της μόνιμης υπεροχής.
tonic adj (musical scale) (μουσική: ο σχετικός με τον συνεχή ήχο)τονικός επίθ
 I love this composer's tonic melodies.
tonic adj (physiology) (ιατρική: αποκατάσταση φυσιολογικού τόνου)τονικός επίθ
 The first-year medical students are researching tonic contractions in the lower sphincter.
 Οι πρωτοετείς φοιτητές της ιατρικής μελετούν τις τονικές συσπάσεις στον κατώτερο σφιγκτήρα.
tonic adj (restoring health)τονωτικός επίθ
 The old-fashioned drugstores sold a variety of tonic drinks.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
gin and tonic n (alcoholic drink)τζιν και τόνικ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: ξενικά, άκλιτα
hair oil,
hair tonic
n
(hairstyling product)μπριγιαντίνη ουσ θηλ
 Jared spiked his hair with hair oil.
tonic water n (drink: carbonated water)μεταλλικό νερό, τόνικ ουσ ουδ
Σχόλιο: τόνικ: ξενικό, άκλιτο
 I'd like a large tonic water with a slice of lemon, please.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tonic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tonic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tonic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!