WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| tonic n | (clear carbonated beverage) | τόνικ ουσ ουδ άκλ |
| | Gemma likes to drink vodka with tonic and lemon juice. |
| tonic n | figurative ([sth] that refreshes) | τονωτικό επίθ ως ουσ ουδ |
| | Peppermint tea is a great tonic for making one more alert. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| tonic adj | (pronunciation, stress: primary) (φωνητική: κύριος τόνος) | τονικός, πυρηνικός επίθ |
| | | τονιζόμενος μτχ ενεστ |
| | | τονισμένος μτχ πρκ |
| Σχόλιο: Ο όρος «τονικός» χρησιμοποιείται από τους αναλυτές του επιτονισμού που ακολουθούν τη βρετανική παράδοση. Σχετίζεται με τη συλλαβή μιας μονάδας μουσικού τόνου, η οποία προεξέχει στο περιβάλλον της. Η τονική συλλαβή αναφέρεται και ως «πυρηνική συλλαβή». |
| | The tonic stress in a sentence shifts according to what the speaker wants to emphasize. |
| | Ο πυρηνικός δυναμικός τόνος, σε μία πρόταση, αλλάζει ανάλογα με το στοιχείο στο οποίο ο ομιλητής επιθυμεί να δώσει έμφαση. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στις τονικές γλώσσες, η αλλαγή στο ύψος της φωνής καθορίζει τη σημασία των λέξεων. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ομοιοκαταληξία σχετίζεται με την επανάληψη της ίδιας κατάληξης στις τονιζόμενες συλλαβές. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην ποίηση, το μέτρο του κάθε στίχου καθορίζεται με βάση την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών. |
| tonic adj | figurative (invigorating) | τονωτικός, αναζωογονητικός, ανανεωτικός επίθ |
| | The recent elections had the tonic effect of stripping the cloak of invincibility from established politicians. |
| | Το ανανεωτικό στοιχείο των πρόσφατων εκλογών έγκειτο στο γεγονός ότι καταξιωμένοι πολιτικοί έχασαν το πλεονέκτημα της μόνιμης υπεροχής. |
| tonic adj | (musical scale) (μουσική: ο σχετικός με τον συνεχή ήχο) | τονικός επίθ |
| | I love this composer's tonic melodies. |
| tonic adj | (physiology) (ιατρική: αποκατάσταση φυσιολογικού τόνου) | τονικός επίθ |
| | The first-year medical students are researching tonic contractions in the lower sphincter. |
| | Οι πρωτοετείς φοιτητές της ιατρικής μελετούν τις τονικές συσπάσεις στον κατώτερο σφιγκτήρα. |
| tonic adj | (restoring health) | τονωτικός επίθ |
| | The old-fashioned drugstores sold a variety of tonic drinks. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: