• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
throes,
throes of [sth]
npl
(pang, agony)ταλαιπωρία, δοκιμασία ουσ θηλ
  πόνος ουσ αρσ
  (επιθανάτια)αγωνία ουσ θηλ
  (επιθανάτιος)ρόγχος ουσ αρσ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The bull was mortally wounded and the throes of death were terrible to watch.
 Despite her determination to have a natural birth, the new mother found she needed drugs to help her through the throes of labour.
 Παρόλο που ήταν αποφασισμένη να γεννήσει φυσιολογικά, η νέα μητέρα είδε ότι χρειαζόταν φάρμακα για να τη βοηθήσουν να ανταπεξέλθει στη δοκιμασία του τοκετού.
 Ο ταύρος είχε τραυματιστεί θανάσιμα και ο επιθανάτιος ρόγχος του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο θέαμα.
throes of [sth] npl (painful struggle)σπασμός ουσ αρσ
  σύσπαση ουσ θηλ
  (τοκετός: πόνος)ωδίνες ουσ θηλ πλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in the throes of [sth] expr figurative (in the middle of) (μεταφορικά)εν μέσω φρ ως επίρ
  στο μέσο φρ ως επίρ
  στη δίνη φρ ως επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση throe στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «throe».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!