thickly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈθɪkli/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
thickly adv (in wide pieces)σε χοντρές φέτες περίφρ
  σε χοντρά κομμάτια περίφρ
 I prefer my bread thickly sliced.
thickly adv (in a heavy layer)παχιά επίρ
  σε ένα παχύ στρώμα περίφρ
 Gina spread the butter thickly on her toast.
thickly adv (densely)πυκνά επίρ
  (μεταφορικά)πλούσια επίρ
 The garden was thickly planted with apple trees.
thickly adv (in a throaty voice)βραχνά επίρ
 "I miss my dad so much," Mark said thickly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'thickly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση thickly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «thickly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!