sustained

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/səˈsteɪnd/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/səˈsteɪnd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: sustained, sustain

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sustained adj (continuous)συνεχής, διαρκής επίθ
 The job was difficult and required sustained concentration.
 Η δουλειά ήταν δύσκολη και απαιτούσε συνεχή συγκέντρωση.
sustained adj (law: approved)εγκεκριμένος μτχ πρκ
  που έχει εγκριθεί περίφρ
  δεκτός επίθ
  που έχει γίνει δεκτός περίφρ
 "Objection sustained," said the judge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sustain [sth] vtr (continue at same level)διατηρώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κρατάω, κρατώ ρ μ
 The runner is off to a good start, but can she sustain that pace?
 Η δρομέας έκανε καλό ξεκίνημα, αλλά μπορεί να κρατήσει αυτό τον ρυθμό;
sustain [sth] vtr (support, take the weight of)συγκρατώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κρατάω, κρατώ ρ μ
  (ανεπίσημο)βαστάω, βαστώ ρ μ
 The air currents sustained the bird's weight in the air.
 Τα ρεύματα αέρα συγκρατούσαν το βάρος του πουλιού στον αέρα.
sustain [sb] vtr (food, water: nourish)συντηρώ ρ μ
 The vegetable garden provided enough food to sustain the whole family.
 Ο λαχανόκηπος παρείχε αρκετό φαγητό για να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια.
sustain [sth] vtr (suffer: an injury)υφίσταμαι ρ μ
  υπόκειμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)παθαίνω ρ μ
 The footballer had to abandon the game after he sustained an injury.
 Ο ποδοσφαιριστής έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα έπειτα από τον τραυματισμό που υπέστη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sustain n (duration of musical note)διάρκεια ήχου φρ ως ουσ θηλ
 Steve's guitar produced a great sustain.
sustain [sth],
sustain that [sth]
vtr
(argue, maintain) (κτ ή ότι/πως)υποστηρίζω ρ μ
  (κτ ή ότι/πως)ισχυρίζομαι ρ μ
 The right-wing politician sustained that immigration was the cause of all these problems.
sustain [sth] vtr (affirm, uphold)επιβεβαιώνω ρ μ
  (επίσημο)επικυρώνω ρ μ
 The judge sustained the decision of the lower court.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
sustained | sustain
ΑγγλικάΕλληνικά
sustained action n (prolonged or continued activity)συνεχής δραστηριότητα ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
sustained activity n (prolonged or continued action)συνεχής δραστηριότητα ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
sustained activity n (prolonged physical exertion)συνεχής προσπάθεια ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, εξαρτάται από το περιεχόμενο της πρότασης
sustained-release n as adj (drug: gradually releases its effect) (φάρμακο)παρατεταμένης αποδέσμευσης, παρατεταμένης έκλυσης φρ ως επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sustained' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: sustained [economic, personal, financial] growth, sustained [development, management] of, a sustained improvement in [results, grades, health], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sustained στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sustained».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!