superannuated

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌsuːpərˈænjʊˌeɪtɪd/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌsupərˈænjuˌeɪtɪd/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(so̅o̅′pər anyo̅o̅ ā′tid)


From the verb superannuate: (⇒ conjugate)
superannuated is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: superannuated, superannuate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
superannuated adj (person: retired, too old for work, etc.)συνταξιούχος επίθ
  γερασμένος μτχ πρκ
  πολύ μεγάλος σε ηλικία περίφρ
superannuated adj (outdated)ξεπερασμένος μτχ πρκ
  παρωχημένος επίθ
  απαρχαιωμένος μτχ πρκ
  παλαιός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
superannuate [sb] vtr UK (pension off)συνταξιοδοτώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)βγάζω στη σύνταξη έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση superannuated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «superannuated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!