stunted

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstʌntɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(stuntid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: stunted, stunt

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stunted adj (development: retarded) (μεταφορικά)καχεκτικός επίθ
  καθυστερημένος μτχ πρκ
 Although Oliver is stunted, he has made friends at his school and is doing well.
stunted adj (person, thing: not developed)καχεκτικός επίθ
 Richard believes his growth is stunted because he began drinking coffee at age 11.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stunt n (feat of skill, dexterity) (σε ταινία)επικίνδυνη σκηνή επίθ + ουσ θηλ
  (γενικά)κόλπο ουσ ουδ
  ακροβατικό επίθ ως ουσ ουδ
  (ρυθμική, ενόργανη)άσκηση ουσ θη
 The actor performed some of her own stunts in this film.
 The gymnastics display included some impressive stunts.
 Η ηθοποιός έκανε μόνη της μερικές από τις επικίνδυνες σκηνές σε αυτήν την ταινία.
stunt n (advertising, attention)διαφημιστικό τέχνασμα, διαφημιστικό κόλπο επίθ + ουσ ουδ
 The flash mob was a stunt to publicise the new product.
 Το flash mob ήταν ένα διαφημιστικό τέχνασμα για να διαφημιστεί το νέο προϊόν.
stunt n (trick to get attention)κόλπο, τέχνασμα ουσ ουδ
 Some people suspected the politician's marital problems were just a stunt to gain sympathy.
 Μερικοί υποψιάζονταν ότι τα προβλήματα στον γάμο του πολιτικού ήταν απλά κόλπο για να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου.
stunt [sth] vtr (hamper, impede)παρεμποδίζω, εμποδίζω ρ μ
  καθυστερώ ρ μ
  (λόγιος)παρακωλύω ρ μ
 Smoking stunts your growth.
 Το κάπνισμα καθυστερεί την ανάπτυξή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stunt vi (perform dangerous feats)παίζω τις επικίνδυνες σκηνές έκφρ
  είμαι κασκαντέρ έκφρ
 This man has stunted for more than fifty action movies.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
stunted | stunt
ΑγγλικάΕλληνικά
stunted growth n (restricted physical development)καθυστέρηση ανάπτυξης φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stunted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stunted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stunted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!