WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
stepmother, step-mother n | (parent's wife) | μητριά ουσ θηλ |
| (αν γίνει υιοθεσία) | θετή μητέρα επίθ + ουσ θηλ |
| Did your stepmother inherit all of your dad's estate? |
| Η μητριά σου κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα σου; |
stepmother, step-mother n | (wicked figure in fairy tales) | μητριά ουσ θηλ |
| | κακιά μητριά επίθ + ουσ θηλ |
| In fairy tales the stepmother is often wicked and hates children. |
| Στα παραμύθια, η μητριά είναι συχνά κακιά και μισεί τα παιδιά. |