• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
springer n ([sth], [sb] that springs)αλτικός επίθ
  κπ/κτ που πηδάει περίφρ
  κπ/κτ που έχει έφεση στα άλματα περίφρ
 Watching the horse clear the jumps, the man smiled and said "There's no doubt about it; that horse is a springer."
springer n (architecture: part of an arch)ο πρώτος θολόλιθος σε αψίδα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
springer,
springer spaniel
n
(dog breed: spaniel)Σπρίνγκερ Σπάνιελ ουσ ουδ άκλ
springer n (cow about to calve)ετοιμόγεννη αγελάδα επίθ + ουσ θηλ
springer n S. Africa (leaping fish)παλαμίδα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
English Springer spaniel n (breed of dog) (ράτσα σκύλου)αγγλικό σπρίνγκερ σπάνιελ ουσ ουδ
Σχόλιο: σπρίνγκερ σπάνιελ: ξενικό, άκλιτο
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση springer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «springer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!