• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sniffer n (sniffer dog: trained to detect)σκύλος εκπαιδευμένος για έρευνα δια της μυρωδιάς
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 German Shepherds make excellent sniffers.
sniffer n ([sb] who inhales: glue, etc.)άτομο που σνιφάρει
  (επίσημο)άτομο που εισπνεύει ουσίες από τη μύτη
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Solvent sniffers put themselves at serious risk of harm.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
sniffer dog n informal (canine trained to detect)σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρηση περίφρ
  (γενικά, χωρίς ακρίβεια)σκύλος ουσ αρσ
 There were sniffer dogs at the port the last time I travelled on a cross-channel ferry.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sniffer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sniffer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sniffer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!