• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sixfold,
six-fold
adj
(having six parts)εξαπλός επίθ
  εξαμερής επίθ
 We propose a sixfold approach to the problem.
sixfold,
six-fold
adj
(times six)εξαπλάσιος επίθ
 The country has seen a sixfold increase in gun crime since the law was changed.
sixfold,
six-fold
adv
(by six, six times)εξαπλάσια επίρ
 The population of the town has grown sixfold over the past 50 years.
sixfold,
six-fold
adv
(in six ways)με έξι τρόπους περίφρ
  εξαπλά επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sixfold στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sixfold».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!