WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
sick leave, also UK: sickness leave n | (time off work for illness) | αναρρωτική άδεια επίθ + ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | αναρρωτική επίθ ως ουσ θηλ |
| | Freddy's teacher has been on sick leave for three weeks or more. |
| | Ο δάσκαλος του Φρέντυ λείπει με αναρρωτική άδεια εδώ και τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο. |